Ο Αντιπεριφερειάρχης Αττικής Σπύρος Τζόκας, ως μέλος του Κογκρέσου των Δήμων και Περιφερειών της Ευρώπης και μέλος του Δ.Σ της ΚΕΔΕ, έλαβε μέρος στη Θεσμική Επιτροπή επίβλεψης του Επιμελητηρίου Περιφερειακών Αρχών (Monitoring of local and Regional democracy)v) την 16η Σεπτεμβρίου 2014 στην αίθουσα συνεδριάσεων της ΚΕΔΕ.
Η θεσμική επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις υποχρεώσεις της χώρας μας που απορρέουν από τον ευρωπαϊκό χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος ψηφίσθηκε στο Στρασβούργο στις 15/10/1985. Η διαδικασία αυτή στοχεύει στην αξιολόγηση της κατάστασης της τοπικής και περιφερειακής δημοκρατίας στη χώρα σας.
Η Ελλάδα επικύρωσε τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης την 6η Σεπτεμβρίου 1989, με επιφυλάξεις σχετικά με τα Άρθρα 5, 7 (παρ. 2), 8 (παρ. 2), 10 (παρ. 2). Ο Χάρτης τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου 1990.
Στο άρθρο 2, παράγραφος 3 της Καταστατικής Απόφασης (2007) 7 για το Κογκρέσο, στην οποία προβλέπεται ότι «το Κογκρέσο θα προετοιμάζει ανά τακτά διαστήματα εκθέσεις ανά χώρα για την κατάσταση της τοπικής και περιφερειακής δημοκρατίας σε όλα τα κράτη μέλη και σε κράτη μέλη που έχουν καταθέσει αίτηση προσχώρησης στο Συμβούλιο της Ευρώπης και θα διασφαλίζει, συγκεκριμένα, την υλοποίηση των αρχών του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης»
Η προηγούμενη έκθεση συντάχθηκε την 7η Απριλίου 2008 και εγκρίθηκε ομόφωνα από τη Θεσμική Επιτροπή του Επιμελητηρίου Περιφερειακών Αρχών.
Στην έκθεση αυτή σημειώθηκαν αρκετές παρατηρήσεις για τη χώρα μας, που αφορούσαν το θεσμικό πλαίσιο της Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα, την αυτοτέλεια της, την οικονομική δυσπραγία και εξάρτηση, καθώς και την τότε ανυπαρξία δεύτερου βαθμού αιρετής αυτοδιοίκησης.
Στην παρέμβαση του ο Σπύρος Τζόκας υπογράμμισε ότι: «στην Ελλάδα η αυτοδιοίκηση (με ελάχιστες εξαιρέσεις) δεν ήταν ποτέ αυτο-κυβέρνηση, δηλαδή ένα πολιτικό καθεστώς συμμετοχής εντός του οποίου η τοπικότητα απολαμβάνει δικαιώματα πολιτικού αυτοπροσδιορισμού. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια το φαινόμενο αυτό έχει λάβει μορφή χιονοστιβάδας. Η Αυτοδιοίκηση συρρικνώθηκε αφού ο «Καποδίστριας» και ο «Καλλικράτης», παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς, συνέβαλλαν σε μια «αποκεντρωμένη συγκεντροποίηση» και μετέτρεψαν έναν κατεξοχήν θεσμό άσκησης πολιτικής εξουσίας, σε απλό «διοικητή» τοπικών υποθέσεων. Ιδιαίτερα με τον «Καλλικράτη», οι Δήμοι και οι Περιφέρειες μεταβλήθηκαν κυριολεκτικά σε μια μικρογραφία του κεντρικού κράτους, που στις συνθήκες των μνημονίων όχι μόνο δυσκολεύονται να ασκήσουν τις παραδοσιακές τους δραστηριότητες, αλλά δεν μπορούν (θεσμικά και οικονομικά) να προστατεύσουν τους πολίτες από την κοινωνική θύελλα παρά μόνο υπερβαίνοντας το ασφυκτικό πλαίσιο που τους έχει επιβληθεί. Αυτό γιατί μειώθηκε δραματικά η κρατική χρηματοδότηση (-60%), τους ανατέθηκαν νέες αρμοδιότητες χωρίς χρήματα, απολύονται υπάλληλοι που δεν αντικαθίστανται, οι αντίστοιχες υπηρεσίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν, επομένως ιδιωτικοποιούνται αφού ο δημόσιος τομέας περιέρχεται σε αδυναμία διαχείρισής τους και απαξιώνεται στη συνείδηση των πολιτών. Επιπλέον με τη σύσταση του Παρατηρητηρίου που ελέγχει συστηματικά τους Ο.Τ.Α. καταλύεται η συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοτέλειά τους.»
Ο Σπύρος Τζόκας συνοψίζοντας τόνισε ότι τα αποτελέσματα των Μνημονίων με την παράλληλη εφαρμογή του Καλλικράτη ήταν οδυνηρά για την Αυτοδιοίκηση, καθώς επήλθε:
- η αντισυνταγματική κατάλυση της σχετικής αυτονομίας της τοπικής αυτοδιοίκησης, έργο που ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Παρατηρητηρίου,
- η μετατροπή της σε ιμάντα μεταβίβασης των εθνικών και υπερεθνικών αντιλαϊκών πολιτικών, όπως, για παράδειγμα η ελληνογερμανική συνεργασία και η «αξιοποίηση» (δηλαδή εκποίηση) της δημόσιας και δημοτικής περιουσίας,
- η μετατροπή της σε συμπληρωματικό εξάρτημα του κρατικού μηχανισμού, με ελέγχους σκοπιμότητας και μετατροπή των αιρετών οργάνων σε διακοσμητικά όργανα,
- η μετατροπή των αναγκαίων δημόσιων κοινωνικών αγαθών σε υπόθεση ιδιωτικής φροντίδας και φιλανθρωπίας,
- η ριζική ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων σε όλους τους τομείς.
Συμπερασματικά είπε ότι οι πολιτικές πραγματικότητες που εδραιώνονται στην Ελλάδα της «μνημονιακής» περιόδου και του Καλλικράτη επιφέρουν μια ακόμη οξύτερη επιδείνωση και πολιτικοθεσμική υποβάθμιση, της αυτοδιοίκησης. Στο πλαίσιο της προϊούσας «εξαφάνισης » του κράτους και της δημόσιας σφαίρας γενικότερα, η αυτοδιοίκηση πλήττεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα και απειλείται με πολλαπλούς τρόπους. Πλέον ο κίνδυνος δεν είναι αυτός μιας «καχεκτικής» αυτοδιοίκησης, αλλά μιας «κλινικά νεκρής» αυτοδιοίκησης.