Περιστέρι, 16 Οκτωβρίου  2017

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ – ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ.

   Το δρομολόγιο  του θανάτου (Χαϊδάρι – Καισαριανή) γίνεται  αγώνας ζωής.

 

   photo 02Δρομολόγιο ηρωισμού και θυσίας εκατοντάδων αγωνιστών της Εθνικής μας Αντίστασης. 14 ματωμένα χιλιόμετρα που επέλεγαν τα γερμανικά καμιόνια για να μεταφέρουν τους αγωνιστές στον τόπο εκτελέσεων.

   Κορυφαία πράξη η ματωβαμένη ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ του 1944, όταν διακόσιοι ακροναυπλιώτες-κομμουνιστές οδηγούνται από το ναζιστικό στρατόπεδο του Χαϊδαρίου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η πιο μαζική εκτέλεση στην Ιστορία της ναζιστικής θηριωδίας και κορυφαία πράξη της Εθνικής μας Αντίστασης.

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ – ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ.

    «ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944 – ΠΡΩΙ. Μπλοκ 15. Εκεί είναι όλοι συγκεντρωμένοι, σε μια ατέλειωτη σειρά μπροστά στα μαγειρεία,  στον τόπο συγκέντρωσης. Αργούν. Καθυστερεί η φρουρά που θα τους πάρει. Περιμένουν εκεί.

   Όπως τότε που περιμένανε συγκεντρωμένοι τα φορτηγά για να πάνε εκδρομή. Όπως τότε τις ξένοιαστες μέρες. Με το άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο και την τσάντα στον ώμο. Έτσι και τώρα. Διακόσια παλικάρια, διακόσιοι λεβεντόκορμοι. Περιμένουν τα φορτηγά για την τελευταία εκδρομή τους. Και τις χαίρονται τις εκδρομές. Δεν είχαν και συχνά αυτή τη χαρά. Δεν πήγαιναν συχνά εκδρομή.

   photo 01Και σήμερα είναι πρωτομαγιά. Και ο πρωινός αέρας αρχίζει να γλυκαίνει. Ό ήλιος που και που ξεμυτίζει από τα σύννεφα και  η αυγή χρυσίζει.  Ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Προς τον Υμηττό θα διαβούνε. Θα ανταμώσουνε με τον ήλιο. Ελπίζουν όλοι να νικήσει τα σύννεφα και να είναι κόντρα, απέναντι τους. Να τους τυφλώνει. Έτσι να φύγουνε, με τον ήλιο κόντρα. Να’ ναι όμορφο το τελευταίο τους ταξίδι.

   Το τελευταίο ταξίδι. Το ταξίδι στα Κύθηρα. Δεν δέχονται να υποστούν τον εξευτελισμό του γδυσίματος. Ντυμένοι, καθαροί, ωραίοι θα πάνε την τελευταία τους εκδρομή. Όπως και οι Σπαρτιάτες.

     Τα στόματα είναι σφαλιστά. Τα μάτια στο έδαφος. Κανείς δεν μπορεί να αντικρίσει τους μελλοθάνατους συγκεντρωμένους. Η καρδιά  ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων όσων μένουνε πίσω. Κρατιούνται. Δεν πρέπει να τους δουν να λυγίζουν. Ούτε ένα δάκρυ… τα δάκρυα μετά. Όταν μείνουν μόνοι. Τώρα οφείλουν να είναι άκαμπτοι. Σκληροί. Να μην αφήσουν την οργή να ξεθυμάνει. Να μην σβήσουν τη φωτιά με τα υγρά δάκρυα.

      Αρχίζει το βασανιστικό ανέβασμα στα φορτηγά. Τελευταίοι αποχαιρετισμοί. Τα στόματα ανοίγουν για παραγγελίες στους δικούς τους ανθρώπους. Κάποιοι γράφουν και μικρά, πρόχειρα σημειώματα.

       photo 03Δύσκολα έβγαιναν τα λόγια. Την φωτογραφία της πριγκίπισσάς του έσφιγγε στο χέρι ο Γιώργος. Την έσφιγγε σαν να φοβόταν… σαν να φοβόταν ότι θα του την πάρουν. Όλα του τα είχαν πάρει. Δεν θα επέτρεπε και αυτό. Σφικτά αγκαλιασμένη η πριγκίπισσα του. Να μην την δουν.

“Σε γνωρίζω από την κόψη

Του σπαθιού την τρομερή…”

    Ο Ανέστης ανεβασμένος σ’ ένα πεζούλι με δυνατή φωνή δίνει το παράγγελμα. Οι υπόλοιποι ακολουθούν. Κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει. Κατάνυξη και συγκίνηση. Ιεροτελεστία ήταν. Από την ψυχή έβγαινε η φωνή. Η δύναμη των στίχων έδειχνε τεράστια. Και οι πέτρες λύγιζαν σ’ αυτό το συγκλονιστικό θέαμα. Ποτέ ο χαιρετισμός της Λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και τα χωριά, τα βουνά και τα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα… Μέχρι την κορυφή του Υμηττού έφτανε. Και ο αντίλαλος χτυπούσε ευθεία τις καρδιές τους.

    Ξεκινούν. Και εκδρομή και νεκροπομπή.. Έφυγαν! Έφυγαν από το στρατόπεδο. Χάθηκαν στη στροφή.

       Κανείς δεν μίλαγε. Όλοι τους ήταν προσηλωμένοι σε κάτι, σε κάποιες εικόνες, σε κάποιες σκέψεις.

   Ο ήλιος έδινε μάχη με τα σύννεφα. Άλλοτε έβγαινε νικητής και άλλοτε χαμένος. Εκείνοι προς τη μεριά του τραβάγανε. Τον πλησιάζανε. Απέναντι τους ήταν. Κόντρα στην πορεία τους. Όταν κέρδιζε τη μάχη από τα σύννεφα ήταν εκτυφλωτικός. Μαγιάτικος ήλιος.

   Και ο Υμηττός φάνταζε τώρα απειλητικός. Το βουνό που αντίκρισε τους πρώτους ανθρώπους, που είδε τον αγώνα τους να επιβιώσουν, να καλυτερεύσουν τη ζωή τους, που παρακολούθησε την Ιστορία του ανθρώπου, το μεγαλείο του, δεν μπορούσε να ανεχθεί τώρα αυτή τη μικρότητα, την αδικία. Ήταν απειλητικός, σκοτεινός, δυσοίωνος. Ποτέ η φύση δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτόν τον ευτελισμό της ζωής.

   Και στους πρόποδες του Υμηττού, η Καισαριανή. Μια συνοικία ηρωική, αντάρτισσα, ταλαιπωρημένη. Με ανυπότακτους ανθρώπους.  Το χώμα της για μία ακόμη φορά θα βαφόταν κόκκινο… θα φιλοξενούσε παλικάρια, αγωνιστές.

   Και ξαφνικά μια φωνή έσπασε την απόλυτη σιωπή. Μια φωνή τους ξύπνησε από το λήθαργο:

   -Φτάσαμε, σύντροφοι, φτάσαμε…

  -Φτάσαμε σύντροφοι. μπαίνουμε στο Σκοπευτήριο…

    «Τι όμορφος τόπος!»

   Ψιθύρισε ο Ναπολέων. Ο Νίκος δίπλα του τον άκουσε.

  -Αυτόν τον όμορφο τόπο τον μαγαρίσανε… δολοφονούν ανθρώπους.

   Σαν νεκροπομπή έμπαιναν τα αυτοκίνητα στο Σκοπευτήριο, το ένα πίσω από το άλλο και με την ανάλογη ταχύτητα. Σαν νεκροπομπή… 

    Άρχισαν να παίρνουν τους πρώτους. Τους έσπρωχναν έξω από τα καμιόνια. Άρχισαν. Άρχισαν να ξεφορτώνουν σιγά – σιγά τα φορτηγά. .Η κορύφωση της τραγωδίας. Είχε φτάσει το τέλος. Και τώρα όλοι  είχαν ένα παράδοξο  συναίσθημα… Να τελειώνουμε. Τέλειωσε η εκδρομή. Βιάζονταν. Παρακαλούσαν να είναι με τους πρώτους. Δεν ήθελαν  να είναι μάρτυρες του ανθρώπινου μαρτυρίου. Να βλέπουν πρώτα τους συντρόφους τους… να πεθαίνουν δύο φορές.

     Οι ομοβροντίες των μυδραλίων ήταν εκκωφαντικές. Και μετά σιωπή, απέραντη σιωπή. Νεκρική. Λες και αυτό που ακούγονταν ήταν στη φαντασία τους. Και μετά πάλι τα ίδια, οι επόμενοι.  Η πιο φτηνή αφαίρεση της ζωής. Η πιο ανεκτίμητη πράξη ζωής. Πάλι τα ίδια. Κατά εικοσάδες τους κατέβαζαν από τα καμιόνια.

   Έφτασε και η σειρά του Ναπολέοντα. Και πάλι απόλυτη σιωπή…

  «Προχώρησα. Δίπλα, δίπλα με τους άλλους. Το μυαλό μου ξάφνου ταξίδεψε. Εκεί, στο χωριό μου. Εκεί στα παιδικά μου χρόνια, στις χαμένες μας πατρίδες, στο αγαπημένο μου χωριό την Τρίγλια. Μεταφέρθηκα. Δεν ήμουν μελλοθάνατος, μικρό παιδί ήμουν στην αυλή του σπιτιού μας, στη θαλπωρή των αγαπημένων μου.

   -Θέλεις αγόρι μου να σου φτιάξω χαλβά; ρώτησε τον Ναπολέοντα η μητέρα του, η κυρά Μαρία…..

    -Ναι…. Ναι… θα σε βοηθήσω και ‘γω!, είπε με ενθουσιασμό και έτρεξε προς τη μάνα του..

   -Έλα, αγόρι μου. Εδώ μαζί μου. Στα έχω όλα έτοιμα..

   – Έρχομαι,  μανούλα, έρχομαι… Μοσχομυρίζει ο χαλβάς…

   Ένας δυνατός ήχος τον ξύπνησε πρόσκαιρα, πρόσκαιρα του χάλασε το όνειρο. Μόνο πρόσκαιρα……»